είρω

είρω
(I)
εἴρω (Α)
1. συναρμολογώ, συναρμόζω
2. παρεμβάλλω, εμπλέκω
3. (για λόγο) συνδέω
4. φρ. «εἰρομένη λέξις» — χαλαρό ύφος τού λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα *-ye- / -yo-) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser- «βάζω στη σειρά το ένα κοντά στο άλλο», η οποία απαντά σε όλους τους ρηματικούς και σε ορισμένους ονοματικούς τ. Η ταυτοσημία τού είρω με το λατ. serō οδήγησε στη σύνδεση τών δύο τ., ενώ η απώλεια της δασύτητας στον ελληνικό τ. εξηγείται από τη σπάνια εμφάνιση τού ρήματος ως απλού, το οποίο απαντά εν συνθέσει κυρίως με την πρόθεση συν. Εντούτοις υπάρχουν ίχνη δασύτητας, αν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. είρω που παραδίδει το Etymologicum Magnum και το ομηρ. εέρμενος, το οποίο παρά την ψίλωσή του προϋποθέτει θέμα με αρχικό δασύ. Δασεία επίσης εμφανίζεται στα έρματα, ειρμός. Η υπόθεση ότι η δασεία οφείλεται στο ακολουθούν σύμπλεγμα -ρμ- δεν έχει ισχυρή βάση. Στη ρίζα *ser-, εξάλλου, ανάγονται τα οσκ. aserum, αρχ. ιρλ. sernaid, ιρλ. sreth, τοχ. A' sark, Β' serke «γένος, φυλή, στεφάνι» και με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας τα όρμος, ορμιά, ορμαθός].
————————
(II)
εἴρω (Α)
1. λέω, μιλώ
2. αναγγέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεμονωμένος ενεστωτικός τ. είρω, που στον Όμηρο απαντά με αρχικό F- (Fείρω), θεωρείται νεώτερος σχηματισμός από τον μέλλ. (F)ερέ-[σ]-ω κατά το πρότυπο τού κτεν-έ[σ]ω: κτείνω. Ο μέλλ. (F)ερέω (< *(F)ερέ-σω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *werә1-, παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wer- «μιλώ, λέω με στόμφο». Όλοι σχεδόν οι άλλοι ρηματικοί και κυρίως οι ονοματικοί τύποι ερμηνεύονται με αναγωγή σε ρίζα *wrē- (αρχ. ελλ. Fρη-, πρβλ. παρακμ. -Fρη-μαι, παθ. αόρ. εFρή-θην αλλά και Fρη-τός > ρητός που αντιστοιχεί ακριβώς σε αβ. urvāta- «τάξη, διαταγή, αρχ. ινδ. vrata- «παραγγελία, τάμα»). Το ίδιο θ. απαντά στα διαρρήδην, ρήσις, ρήτρα, ρήτωρ, καθώς και στο ρήμα που συνδέεται με λατ. ver-bum, όπου απαντά η αρχική ΙΕ ρίζα *wer- και επίθημα -dh-, ενώ η συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας απαντά στο αρχ. άνω γερμ. wort (πρβλ. αγγλ. word). Ο μη χρησιμοποιούμενος ενεστώτας είρω αντικαταστάθηκε από τα φημί, λέγω, αγορεύω, ενώ ως αόριστός του λειτούργησε ο τ. είπον
εν χρήσει παρέμειναν οι τύποι τού μέλλ., τού παρακμ. και τού παθ. αορ. (πρβλ. ερώ, είρηκα, ερρήθην)].
————————
(III)
εἴρω (Α)
ερωτώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εἵρω — εἴρω , εἴρω fasten together in rows aor ind mid 2nd sg εἴρω , εἴρω fasten together in rows aor subj act 1st sg εἴρω , εἴρω fasten together in rows pres subj act 1st sg εἴρω , εἴρω fasten together in rows pres ind act 1st sg εἴρω , εἴρω 2 say pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴρω — fasten together in rows aor ind mid 2nd sg εἴρω fasten together in rows aor subj act 1st sg εἴρω fasten together in rows pres subj act 1st sg εἴρω fasten together in rows pres ind act 1st sg εἴρω fasten together in rows aor ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶρον — εἴρω fasten together in rows aor imperat act 2nd sg εἴρω fasten together in rows imperf ind act 3rd pl εἴρω fasten together in rows imperf ind act 1st sg εἴρω fasten together in rows pres part act masc voc sg εἴρω fasten together in rows pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶρε — εἴρω fasten together in rows aor ind act 3rd sg εἴρω fasten together in rows imperf ind act 3rd sg εἴρω fasten together in rows pres imperat act 2nd sg εἴρω fasten together in rows aor ind act 3rd sg (homeric ionic) εἴρω fasten together in rows… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶρεν — εἴρω fasten together in rows aor ind act 3rd sg εἴρω fasten together in rows imperf ind act 3rd sg εἴρω fasten together in rows aor ind act 3rd sg (homeric ionic) εἴρω fasten together in rows imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρμένα — εἴρω fasten together in rows perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰρμένᾱ , εἴρω fasten together in rows perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰρμένᾱ , εἴρω fasten together in rows perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴρουσι — εἴρω fasten together in rows aor subj act 3rd pl (epic) εἴρω fasten together in rows pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἴρω fasten together in rows pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴρουσιν — εἴρω fasten together in rows aor subj act 3rd pl (epic) εἴρω fasten together in rows pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἴρω fasten together in rows pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶραν — εἴρω fasten together in rows aor part act neut nom/voc/acc sg εἴρω fasten together in rows aor ind act 3rd pl εἴρω fasten together in rows aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρόντων — εἴρω fasten together in rows pres part act masc/neut gen pl εἴρω fasten together in rows pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”